διακοσμούμαι

διακοσμούμαι
διακοσμούμαι, διακοσμήθηκα, διακοσμημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαργαρώνομαι — (Μ) [μάργαρος] διακοσμούμαι με μαργαριτάρια, είμαι γεμάτος με μαργαριτάρια …   Dictionary of Greek

  • πείρω — Α 1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ ὤπτων, ἄλλα τ ἔπειρον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω 3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» τρυπώ διά… …   Dictionary of Greek

  • περιγλύφω — ΝΜΑ διακοσμώ κυκλικά με ανάγλυφα μσν. αρχ. αφαιρώ τον φλοιό κυκλικά, ξεφλουδίζω ολόγυρα αρχ. 1. κάνω κάτι κοίλο 2. κόβω κάτι από κάπου, αποκόπτω 3. παθ. περιγλύφομαι διακοσμούμαι, καλλωπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσκοσμώ — έω, Α [κοσμῶ] 1. προσθέτω, επιθέτω πρόσθετο κόσμημα 2. παθ. προσκοσμοῡμαι, έομαι διακοσμούμαι, στολίζομαι επιπροσθέτως …   Dictionary of Greek

  • συμψηφολογώ — έω, Α 1. κατασκευάζω ψηφιδωτό πάνω σε μια επιφάνεια 2. παθ. συμψηφολογοῡμαι, έομαι (για επιφάνεια) διακοσμούμαι με ψηφιδωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψηφολογῶ «καλύπτω με ψηφίδες, κατασκευάζω ψηφιδωτό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”